- αυθημερινός
- αὐθημερινός, -ή, -όν (AM)1. ο αυθήμερος*2. «μίσθιος αὐθημερινός» — ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης3. «σοφὸς αὐθημερινός» — αυτοσχέδιος σοφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ημερινός < ημέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐθημερινός — ephemeral masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινῶν — αὐθημερινός ephemeral fem gen pl αὐθημερινός ephemeral masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινόν — αὐθημερινός ephemeral masc acc sg αὐθημερινός ephemeral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινοί — αὐθημερινός ephemeral masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινοῦ — αὐθημερινός ephemeral masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινούς — αὐθημερινός ephemeral masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινῇ — αὐθημερινός ephemeral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινή — αὐθημερινός ephemeral fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινήν — αὐθημερινός ephemeral fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινῷ — αὐθημερινός ephemeral masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)